- μάντρωμα
- το [μαντρώνω]1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάντρωμα — το, ατος 1. η περίφραξη με μάντρα: Το οικόπεδο θέλει μάντρωμα. 2. μτφ., ο περιορισμός: Οι νεολαία αντιδρά στο μάντρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιτασμός — κοιτασμός, ὁ (AM) [κοιτάζω] μσν. το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη αρχ. (για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.) … Dictionary of Greek